O τραχανάς της αποκριάς.
Πριν πάνω κάτω 100 χρόνια, γύρω στο 1918 , ζούσε σε ένα φτωχικό καμαράκι λίγο πιο πάνω από την ψιλή άμμο ένας νεαρός ψαράς που τον έλεγαν Ανέστη και δούλευε πάντα σε άλλα καίκια.
Ο κυρ Ανέστης, ήταν μεγάλος πλακατζής και όλο έκανε διάφορες σκανταλιές, που άλλοτε προκαλούσαν το γέλιο και άλλοτε τον εκνευρισμό των παθόντων.
Την μια έκρυβε τα ψάρια σε μεγάλα κλουβιά που είχε στερεώσει κρυφά κάτω από την βάρκα, και όλοι τρελαινόντουσαν να καταλάβουν που πήγαν τα ψάρια.
Τα πήραν τα δαιμόνια, τους έλεγε ο Ανέστης και κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια ενώ οι υπόλοιποι έκαναν τον σταυρό τους και γονατιστοί έλεγαν ότι προσευχή ήξεραν και δεν ήξεραν.
Την άλλη πάλι, κτυπούσε τις πόρτες και κρυβόταν ενώ οι άνθρωποι προσπαθούσαν να δουν με το κερί η την λάμπα το ποιος τους είχε θυμηθεί αργά το βράδυ.
Η αγαπημένη του σκανταλιά ήταν να κλέβει από τις απλωσταριές τα μαντήλια των γυναικών και να της βλέπει μετά άσκεπες να τρέχουν στην αγορά για να αγοράσουν καινούργια ενώ αυτός ξαναέβαζε το μαντήλι στην θέση του στην απλωσταριά.
Έτριβε τα χέρια του και γελούσε έξω από τα παράθυρα ενώ άκουγε τους άντρες να μαλώνουν τις γυναίκες τους για τα έξοδα και το χαμένο τους μυαλό, που δεν έβλεπαν μπροστά τους και ξόδευαν χωρίς λόγο τα λιγοστά λεφτά τους σε μαντήλια.
Τα χρόνια περνούσαν και ο μικρός κατεργάρης μεγάλωσε , παντρεύτηκε και έκανε μια ωραία οικογένεια, αλλά μυαλό δεν άλλαξε και πολύ.
Πότε πότε άρχιζε να κάνει τα πειράγματα του αλλά οι γειτόνοι και οι συγγενείς τον είχαν μάθει πια και δεν του κρατούσαν κακία, ούτε πίστευαν πια τόσο εύκολα ότι παράξενο γινόταν.
Ήρθε η κατοχή και ο Ανέστης ήταν κιόλας 40 χρονών.
Όλος ο κόσμος είχε χάσει το χαμόγελο του, είχε χάσει το κέφι του, είχε χάσει την ηρεμία και την ελπίδα του.
Ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση ήταν σκληρός, και δεν άφηνε πολλά περιθώρια για χαμόγελα και χαρές.
Ο Ανέστης όμως δεν ήθελε να το βάλει κάτω. Προσπαθούσε να έχει χαρούμενο το σπιτικό του, και να κάνει τα 2 του παλικαράκια να γελούν έστω και αν πήγαιναν οικογενειακώς για ψάρεμα και φρόντιζαν το χωραφάκι που είχε σαν προίκα η γυναίκα του.
Μην παραπονιέστε, τους έλεγε, κοιτάξτε τι γίνεται γύρω μας. Τόσοι και τόσοι πεθαίνουν και δεν έχουν ούτε λίγο λαδάκι για το φαγητό τους.
Έπαιρνε το μπουκάλι με το λάδι, λάδι που δεν τους περίσσευε και πήγαινε σε μοναχικούς και γέρους για να τους περάσει στα χείλη το λάδι, να τους δώσει λίγο τραχανά η ένα κομμάτι ψωμί που ο ίδιος ήταν πρόθυμος να στερηθεί για να τους το πάει.
Ήρθαν οι απόκριες και ο κόσμος δεν είχε όρεξη για πλάκες και γέλια, για μασκαρέματα και τραγούδια.
Ο Ανέστης φύσηξε ξεφύσηξε, στο τέλος πήρε τον τζέτζερι από το τζάκι και έβαψε το πρόσωπο του με καπνιά.
Που πας, του φώναζε η γυναίκα του. Είσαι μεγάλος άνθρωπος, ρεζιλεύεις τα παιδιά..
Ανένδοτος ο Ανέστης, πήρε και τα παιδιά μαζί του αφού τα πασάληψε με καπνιά και όλοι μαζί κουβάλησαν πίσω από το Κάστρο τον τζέτζερι, τον τραχανά, την πυρωστιά και μια αγκαλιά ξύλα για να βάλουν φωτιά.
Στον δρόμο, άφηνε ότι κρατούσε κάτω και κτυπούσε τις πόρτες φωνάζοντας.
Τρεχάτε γειτόνοι, οι δαιμόνοι κερνάνε τραχανά στο Κάστρο για να γιορτάσουν τις απόκριες.
Βγήκε ο κόσμος ,άλλος δισταχτικά , άλλος χαρούμενα γιατί ήξεραν ότι ο Ανέστης τους έκανε κάποια από τις τρέλες του, και μαζεύτηκαν πίσω από το Κάστρο, γιατί έκανε πολύ κρύο εκείνη την ημέρα, και ο παγωμένος βοριάς περόνιαζε μέχρι το κόκαλο.
Έτσι χωρίς τίποτα, μόνο και μόνο από το κέφι του Ανέστη η γειτονιά γλέντησε και γέλασε και έβαψε ο ένας τον άλλον με καπνιά και κάθισαν εκεί χορεύοντας και κάνοντας αυτοσχέδια τραγούδια μέχρι αργά.
Το τι είχε γίνει το έμαθε όλη η Κάρυστος και τα γύρω χωριά την άλλη μέρα, και όλοι ζήλεψαν και ήθελαν να το ήξεραν και να ήταν και αυτοί μαζί τους.
Ο Ανέστης δεν τους ξέχασε, πράγματι.
Την άλλη χρονιά, και την άλλη, και εκείνη με τον εμφύλιο που οι μισοί βριζόντουσαν με τους άλλους μισούς και η μισή πόλη δεν ήρθε, και για πολλά χρόνια μετά, ο Ανέστης έστηνε τον τζέτζερι πίσω από το Κάστρο και άλλοτε με πιο πολύ κόσμο και άλλοτε με λιγοστούς, έστηνε ένα αποκριάτικο πανηγύρι .
Τα χρόνια πέρασαν, ο Ανέστης γέρασε, τα παιδιά έφυγαν για την Αμερική και η συνήθεια σταμάτησε για να ξεχαστεί μετά από λίγα χρόνια εντελώς.
Τα Χριστούγεννα έτυχε να συναντηθώ με έναν απόγονο του Ανέστη, έναν απόγονο που δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου Ελληνικά ,μόνο έψαχνε να βρει το σπίτι, το φτωχικό καλύβι του προ προ προ πάππου του , έψαχνε να βρει ένα σημάδι από τον Ανέστη που έδωσε τόση χαρά στα χρόνια της μεγάλης θλίψης ,αλλά το μόνο που κατάφερε να βρει είναι το Κάστρο και η φαντασία του συμπλήρωσε τα κενά αν και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να του τα θυμίσει.
Ο τραχανάς της Αποκριάς, μου είπε σε σπαστά Ελληνικά. Υπάρχει ακόμα.;
Όχι του είπα , κανείς μας δεν έχει ακούσει ξανά αυτή τη ιστορία, και σκέφτηκα το πόσο ανάγκη έχουμε έναν Ανέστη πάλι..