
Ο Νικολάκης έσκυψε το κεφάλι και σκουπίζοντας τα ματάκια του με την ανάστροφη του μανικιού του έφυγε από το παιχνίδι.
Το κρύο του έκαιγε τα μάγουλα και ο ιδρώτας που έτρεχε από το μέτωπο , ανακατεύτηκε με τα δάκρυα και τα έγλυψε σαν καραμέλα.
Κουραμπιέ!! Οι φωνές των παιδιών που τον κορόιδευαν, τον κτυπούσαν στην πλάτη, σαν σφαίρες. ΚΟΥΡΑΜΠΙΕ!
Τον είχε σπρώξει ο Στράτος, του είχε κάνει τάκλινγκ ο Μάρκος, είχε πέσει κάτω, τα γονατάκια του είχαν γδαρθεί, και ναι.....είχε κλάψει λίγο.
Οι άντρες δεν κλαίνε! Του είχε φωνάξει ο Δημήτρης. Σήκω πάνω ρε, χάνουμε!
Ο Νικολάκης, άμαθος σε σκληρό και ανταγωνιστικό παιχνίδι, δεν μπόρεσε να συνεχίσει και με το να πάει κουτσαίνοντας στην άκρη, χάλασε την ομάδα και προκάλεσε το μένος των συμπαικτών του.
Άκουγε τις φωνές που προσπαθούσαν να ανασυντάξουν το παιχνίδι, να εξασθενούν και να σβήνουν.
Πληγωμένος πιο πολύ από τα λόγια τους, παρά από το πέσιμο, πήγε σπίτι.
-
Καλώς το παλικάρι μου, έπαιξες ωραία? Του είπε η μαμά του, πριν παρατηρήσει τα κόκκινα ματάκια του.
- Τι έγινε παιδί μου? Κτύπησες? Πονάς? Ανήσυχη, έσκυψε να δει τα ποδαράκια του.
-Άσε με καλέ μαμά! Δεν έχω τίποτα. Έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια, να φανεί άντρας, να μη δείξει αδυναμία, ενώ αυτό που ήθελε, ήταν να ρίξει τα χεράκια του γύρω στο λαιμό της και να βρει παρηγοριά στα λόγια της μαμάς του.
Ε..να..με είπανε και κουραμπιέ!! Γιατί καλέ μαμά με είπανε κουραμπιέ?
Η μαμά του γέλασε. Είχε καιρό να ακούσει να λένε κάποιον έτσι.
Έλα βρε παιδί μου, μη κάνεις έτσι! Κοίτα τι ωραίοι που είναι! Του είπε και του έδειξε τους φρεσκογινομένους, και φρεσκοπασπαλισμένους με ζάχαρι άχνη κουραμπιέδες και σχημάτιζαν ένα μικρό βουναλάκι μέσα στην χριστουγεννιάτικη πιατέλα πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας.
-Άκου αγόρι μου, του εξήγησε. Λένε κουραμπιέδες, αυτούς που είναι μαλακοί και σπάνε εύκολα, να κοίτα, σαν το κουραμπιέ. Πήρε έναν στα χέρια της και του έδειξε πόσο εύκολα μπορεί να διαλυθεί.
- Και γω μαμά έτσι είμαι? Την ρώτησε γεμάτος αγωνία.
- Αχ παιδί μου, οι δυσκολίες μας δυναμώνουν, ακόμα και οι κουραμπιέδες με το καιρό σκληραίνουν. Να, θα αφήσω ένα στην άκρη, να δεις ότι σε δυο μήνες θα είναι πιο σκληρός. Ο καιρός όλα τα σκληραίνει, και τους ανθρώπους και τους κουραμπιέδες. Κατάλαβες?
-Ναι μαμά, κατάλαβα, αλλά γιατί τα άλλα παιδιά δεν κλαίνε τόσο εύκολα, και δεν πονάνε τόσο πολύ όσο εγώ. Αφού είμαστε ίσα!
-Έχουν σκληραγωγηθεί πιο πολύ, για αυτό.
- Και γω μαμά πως θα σκληραγωγηθώ, και να μη με κοροιδεύουν.
-Το μόνο εύκολο! Του είπε ενθαρρυντικά η μαμά του. Άντε πλύσου, και γύρισε στο παιχνίδι.
-Μα με κοροιδεύουν, τους χάλασα και την ομάδα, τι θα πούν.?!
-Άστους να πουν, εσύ εκεί, να επιμείνεις νε παίξεις, να φωνάξεις εν ανάγκη, να γελάσεις, να πεις, και οι κουραμπιέδες έχουν δικαίωμα στο παιχνίδι. Γέλα και σύ, έστω και ψέμματα!
-Να πάω μαμά? Ρώτησε διστακτικά.
-Να πας παιδί μου, να πάρε και μερικούς κουραμπιέδες να κεράσεις τα παιδιά!.
Ο Νικολάκης πήρε το πακετάκι, και έτρεξε πίσω στο παιχνίδι.
Όταν έφτασε, έβγαλε το μπουφάν, και φώναξε τα παιδιά.
-Να μπω πάλι στο παιχνίδι ρε?
-Άντε ρε Νίκο κουνήσου, του φώναξε ο Στράτος, και του πέταξε την μπάλα λες και δεν είχε γίνει τίποτα.
-Έφερα και κουραμπιέδες, φρέσκους, να τους φάμε μετά το παιχνίδι, τους είπε τρέχοντας πρός το πόστο του.
Ένα ψιλόβροχο άρχισε να πέφτει , αλλά απτόητα τα πιτσιρίκια συνέχισαν με πάθος το παιχνίδι τους. Ο Νικολάκης έβαλε όλες του τις δυνάμεις και κοιτούσε την μπάλα σαν να ήταν το κέντρο του κόσμου, και γκόλλλλλ!
-Μπράβο ρε Νίκο, Ουάου! Ζήτω, φώναζαν τα μέλη της ομάδας, κάνοντας τον να νιώσει ότι ήταν στην κορφή του κόσμου, όπως ο καταπάνω κουραμπιές στο βουναλάκι της πιατέλας στην τραπεζαρία.